- προβολέας
- Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα, διαθλώσες ή διοπτρικές αν χρησιμοποιούνται φακοί. Οι π. του πρώτου τύπου εφαρμόζονται σε στρατιωτικές συσκευές για να φωτίσουν κινητούς ή σταθερούς στόχους σε μικρή ή μεγάλη απόσταση· αποτελούνται συνήθως από ένα παραβολοειδές από γυαλί ή επαργυρωμένο μέταλλο ή από καθαρό αλουμίνιο. Για να επιτευχθεί μία δέσμη φωτός πολύ συγκεντρωμένη, η φωτεινή πηγή τοποθετείται στην εστία του παραβολοειδούς. Η φωτεινή πηγή μπορεί να είναι μία λυχνία τόξου (για υψηλές εντάσεις φωτός) ή από μία λυχνία πυράκτωσης ή, στους περισσότερο σύγχρονους προβολείς, από μία λυχνία ατμών υδραργύρου ή ξένου.
Ο ηλεκτρικός π. του θεάτρου αποτελείται από έναν φακό και μία φωτεινή πηγή (συνήθως λυχνία πυράκτωσης), τοποθετημένη σε ένα από τα εστιακά σημεία του φακού.
Ονομάζεται επίσης π. η συσκευή που χρησιμοποιείται για την προβολή επί ενός πετάσματος σταθερών ή κινουμένων εικόνων. Οι π. σταθερών εικόνων διακρίνονται σε διασκόπια, αν το αντικείμενο που προβάλλεται είναι διαφανές (διαφάνειες, φιλμ κλπ.) και σε επισκόπια, αν το αντικείμενο είναι αδιαφανές (σελίδα βιβλίου, φωτογραφία κλπ.). Οι π. αυτοί αποτελούνται από μία φωτεινή πηγή, ένα κάτοπτρο και έναν συμπυκνωτικό φακό στην κατάλληλη διάταξη ώστε το φως να συγκεντρώνεται στο είδωλο που πρόκειται να προβληθεί. Στις συσκευές αυτές υπάρχουν επίσης ένα ή περισσότερα αντιθερμικά φίλτρα για να απορροφούν τις υπόλοιπες ακτίνες, οι οποίες διαφορετικά θα έβλαπταν τη διαφάνεια, και από ένα αντικειμενικό σύστημα που χρησιμεύει για να σχηματίζει το είδωλο επί του πετάσματος.
θεατρικός προβολέας 10 000 W και η σχηματική του παράσταση: 1) λυχνία πυράκτωσης· 2) παραβολικό κάτοπτρο· 3) σχάρες αερισμού· 4) γυαλί· 5) σκελετός· 6) δέσμη ακτίνων παραλληλισμένων από το κάτοπτρο.
Στη φωτογραφία πάνω, προβολέας τύπου Bayard, κατασκευασμένος το 1911. Φωτίζεται από μια λάμπα με πετρέλαιο, με τέσσερις φλόγες. Κάτω, σχηματική παράσταση σταθερού προβολέα για διαφανή και αδιαφανή αντικείμενα (επιδιασκόπιο): 1) λυχνία·2) ανακλαστήρας· 3) είδωλο για προβολή· 4) κάτοπτρο· 5) κάτοπτρο προβολής· 6) αντικειμενικό σύστημα του επισκόπιου· 7) συμττυκνωτής· 8) διαφάνεια· 9) αντικειμενικός του διασκόπιου· 10) ανεμιστήρας. Για να λειτουργήσει συσκευή ως διασκόπιο, αρκεί να κατέβει το κάτοπτρο 4 και να υψωθεί κατάλληλα η λυχνία 1 και ο ανακλαστήρας 2.
* * *ο / προβολεύς, -έως, ΝΜΑνεοελλ.1. τεχνολ. ισχυρό φωτιστικό σώμα που επιτυγχάνει υψηλή ένταση τοπικού φωτισμού με τη συγκέντρωση, μέσω οπτικού συστήματος, κατόπτρων ή φακών, τής φωτεινής ροής σε στενή στερεά γωνία και το οποίο χρησιμοποιείται για ισχυρό φωτισμό χώρων και κτηρίων, λ.χ. αθλητικών γηπέδων, δρόμων από κινούμενα οχήματα, θεατρικών σκηνών, μνημείων, για αναζήτηση μακρινών αντικειμένων ή σε φωτογραφικά εργαστήρια («προβολέας αυτοκινήτου»)2. (κυρίως στον κινηματογράφο) όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η προβολή φωτεινών εικόνων3. φρ. α) «κινηματογραφικός προβολέας» — προβολέας με λαμπτήρα τόξου και ειδικά ηλεκτρόδια άνθρακα, που χρησιμοποιείται για τη λήψη κινηματογραφικών ταινιώνβ) «προβολέας αεράμυνας» ή «αντιαεροπορικός προβολέας» — προβολέας με λαμπτήρα τόξου μεγάλης έντασης και μεγάλης διαμέτρου, έως και 25 μέτρων, που χρησιμοποιείται για τη νυχτερινή επισήμανση εναέριων στόχωνγ) «προβολέας διάχυτου φωτισμού» — προβολέας που χρησιμοποιείται για τον φωτισμό σε πλατείες, σιδηροδρομικές γραμμές, λιμάνια και αεροδρόμιαδ) «προβολέας ομίχλης» — προβολέας οχήματος, με λαμπτήρα αλογόνου, μεγάλης έντασης, που η φωτεινή του δέσμη κατευθύνεται προς το έδαφος και φωτίζει τα πλάγια τμήματα τής οδούε) «προβολέας αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και ποδηλάτων» — συσκευή μεγάλης φωτεινής ισχύος τοποθετημένη στο πρόσθιο τμήμα οχήματοςστ) «προβολέας σηματοδοσίας» — προβολέας που χρησιμεύει για τη μετάδοση σημάτων με φωτεινές αναλαμπές και στην επισήμανση τοποθεσιώνμσν.-αρχ.1. αυτός που παράγει2. ο γεννήτορας3. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο θεός4. (φιλοσ.) ως επίθ. αρχέγονος, πρωτογενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προβολ- τού προβάλλω + κατάλ. -εύς (πρβλ. κατα-βολεύς, υπο-βολεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.